- ενυδρόβιος
- ἐνυδρόβιος, -ον (Α)αυτός που ζει και διαμένει στα νερά, ο υδρόβιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνυδροβίων — ἐνυδρόβιος living in the water masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek